- πλαγιαστικός
- -ή, -ό, Νφρ. «πλαγιαστική αγωγή»(πολ. δικ.) η αγωγή που ασκεί ο δανειστής κατά τών οφειλετών τού οφειλέτη του, όταν ο τελευταίος αρνείται ή αμελεί να στραφεί κατά τών οφειλετών του, πρόκειται δηλ. για αγωγή την οποία ασκεί ο δανειστής παρακάμπτοντας εκ τού πλαγίου τον οφειλέτη και με την οποία ζητά δικαστική προστασία τών δικαιωμάτων τού οφειλέτη του.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαγιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.